- συμμαχικός
- allié
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συμμαχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… … Dictionary of Greek
συμμαχικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στους συμμάχους ή τη συμμαχία: Οι συμμαχικές δυνάμεις πραγματοποίησαν άσκηση στον ελληνικό χώρο. – Αυτό το κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει τις συμμαχικές του υποχρεώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμαχικά — συμμαχικός of neut nom/voc/acc pl συμμαχικά̱ , συμμαχικός of fem nom/voc/acc dual συμμαχικά̱ , συμμαχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικῶν — συμμαχικός of fem gen pl συμμαχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικόν — συμμαχικός of masc acc sg συμμαχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικαῖς — συμμαχικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικαί — συμμαχικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικοῖς — συμμαχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικοῦ — συμμαχικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχικούς — συμμαχικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)